μάντρα

μάντρα
η
1. περιφραγμένος χώρος που χρησιμεύει ως στάβλος ή έκθεση αυτοκινήτων κτλ.
2. τοίχος περίφραξης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μαντρίζω — (Μ μανδρίζω και μανδριάζω) βάζω σε μάντρα, κλείνω ζώα σε μαντρί νεοελλ. 1. περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο 2. κλείνω μοναχό σε μοναστήρι 3. περιβάλλω έναν χώρο με μάντρα μσν. μέσ. μανδρίζομαι καταυλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί] …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • σήκα — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) (ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)] …   Dictionary of Greek

  • σηκοκόρος — ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός μσν. (κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • τσάρκος — ο, Ν μάντρα όπου βάζουν τα αρνιά και τα νεαρά κατσίκια που δεν απογαλακτίστηκαν ακόμη, όταν οι μητέρες βρίσκονται στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < λατ. circus, i «κύκλος», επειδή η μικρή ξύλινη μάντρα ήταν συνήθως κυκλική] …   Dictionary of Greek

  • Νίκαια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του μυθικού ηγεμόνα της Βιθυνίας, Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς λουζόταν στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, την είδε ο θεός Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μετέτρεψε το νερό της πηγής… …   Dictionary of Greek

  • List of municipalities and communities in Greece — This is an alphabetical list of municipalities and communities in Greece. For an ordered list of cities with population over 30,000 see List of cities in Greece. A B C D E F G H I K L M N O P R S T V X Y Z See also A Name Greek name Prefecture A …   Wikipedia

  • Lakmos — Infobox mountain Name=Lakmos Λάκμος Elevation=2,295 m Location=southesatern Epirus Pronunciation=Lak•mos Lakma or Lakmos (Greek: Λάκμος) also with an a is a mountain in the eastern part of the Ioannina and the western Trikala prefectures. The… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”